- ημερως
- ἡμέρωςмягко, кротко Plat., Polyb., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἡμέρως — ἥμερος tame adverbial ἥμερος tame masc acc pl (doric) ἡμερόω tame imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἡμερόω tame imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήμερος — η, ο (AM ἥμερος, ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. ἅμερος, ον) 1. (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «ήμερα σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», Ηρόδ.) 3 … Dictionary of Greek
συναυλίζομαι — ΜΑ [σύναυλος (II)] έχω σχέσεις, συναναστρέφομαι αρχ. 1. συγκατοικώ 2. συναθροίζομαι («θηρῶν ὅμιλος ἡμέρως συνηυλίσθη», Βάβρ.) 3. (για στρατεύματα) στρατοπεδεύω σε γειτονικές περιοχές … Dictionary of Greek
ԸՆԴԵԼԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0770 Chronological Sequence: Unknown date մ. ἠμέρως Իբրեւ ընդել. ընտանեբար. *Ի ձեռն մարմնոյ ընդելաբար եւ զգօնաբար ընդ համազգեացս խօսելով. Բրս. ծն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)